- πεντοβαρβιτάλη
- η(φαρμ.) βαρβιτουρικό κατευναστικό και υπνωτικό, χρησιμοποιούμενο στην προεγχειρητική αγωγή.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. pentobarbital < pento- (< πέντε) + barbital «βαρβιτάλη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.